Πέμπτη 17 Ιανουαρίου 2008

Ακόμα και ένας Άγγελος μπορεί να πνιγεί!

Αν δεν κάνω λάθος το Πάσχα και φέτος είναι σχετικά νωρίς. Έτσι φαντάζομαι δικαιολογείται ο δήμος Ρεθύμνου, να αφήνει τους δρόμους ημιστολισμένους. Οι φάτνες και τα δεντράκια μαζεύτηκαν, όμως τα λαμπάκια και τα αστέρια, παρέμειναν σε πολλά σοκάκια της Παλιάς πόλης. Βλέπετε, το καρναβάλι είναι σπουδαίο γεγονός για το Ρέθυμνο, και όταν το Πάσχα είναι νωρίς, φυσικό επακόλουθο είναι και οι απόκριες να πλησιάζουν. Γιατί λοιπόν να βγάζουν τα εορταστικά, μια που, πολύ σύντομα θα τα ξαναχρησιμοποιήσουν; Έχει λοιπόν την πλάκα του να βγαίνεις βόλτα με τα μωρά και να ενθουσιάζονται ακόμα με τα λαμπιόνια…
Όπως και να έχει, οι γιορτές πέρασαν. Μετά το ευχάριστο διάλειμμα, συνεχίζουμε την όμορφη καθημερινότητά μας, με τα καλά και τα στραβά της. Αυτά τα δύο πάνε μαζί χεράκι-χεράκι. Η χαρά με την λύπη, τα ευχάριστα με τα δυσάρεστα. Ίσως έτσι μόνο να αποκτά αξία το καλό, επειδή κάπου εκεί κοντά ανακαλύπτεις και το κακό. Άλλωστε το ναι, το άσπρο, η ευτυχία, αποκτούν νόημα μόνο επειδή υπάρχει και το όχι, το μαύρο και η δυστυχία. Συνεχίζω λοιπόν, τις διηγήσεις από εκεί περίπου που τις άφησα πριν τις γιορτές, όταν σας εξιστόρησα πως ο μικρός μου έπεσε από το κρεβατάκι του.
Αφού λοιπόν, το αποφάσισα και άνοιξα το κουτί της Πανδώρας, άρχισαν να ξεχύνονται από μέσα οι επώδυνες εμπειρίες!
Για να κρατήσω τις ισορροπίες, σήμερα θα μοιραστώ μαζί σας, ένα περιστατικό από τα πολύ μικράτα της Χαρούλας μου. Είναι από αυτά, που τα κουβαλάς μέσα σου και νιώθεις την ανάγκη να τα μοιραστείς, μήπως και καταφέρεις να τα ξορκίσεις. Ένα περιστατικό που ακόμα και τώρα η καλή μου αρνείται πεισματικά να το επαναφέρει στην μνήμη της και μου ζητά να σταματήσω, όταν ξεκινώ να το διηγούμαι.
Η μικρή μου ήταν δεν ήταν ενός μηνός. Την είχαμε πάρει πρόσφατα στο σπίτι, μετά από νοσηλεία για τις πρώτες 15μέρες της ζωούλας της σε Μονάδα Εντατικής Νεογνών.. Η ζαργάνα μου γεννήθηκε μόλις κάτι πάνω από 2κιλά. Τις πρώτες 2-3 μέρες, έχασε κοντά στο 10% του βάρους της, πράγμα αρκετά σύνηθες στα νεογέννητα. Έλα όμως, που όταν η ζαργάνα μου έπεσε στα 1800 γραμμάρια, κουραζόταν και δεν μπορούσε να φάει καλά. Βάλε και μια δόση προωρότητας, δικαιολογιόντουσαν και το μπλάβισμα στα χειλάκια της, και οι κρίσεις άπνοιας…
Ήθελε τον χρόνο της να μεγαλώσει λίγο, να πάρει τα πάνω της και να περάσει τα 2 κιλά. Απλά για παρακολούθηση θα έμπαινε στην ΜΕΝ. Αυτά έλεγαν οι γνώσεις μου στη νεογνολογία, αυτά μου επιβεβαίωναν και οι νεογνολόγοι, αυτά έλεγα και εγώ στην καλή μου, για να τα ακούω και να παρηγορούμαι. Τουλάχιστον, μας είχαν δώσει και είχαμε τον μικρό Ερμή μαζί μας…
Όταν όμως ήμουν μόνος στο αυτοκίνητο, και πήγαινα για να φέρω κάτι στην λεχώνα ή την μητέρα της που ήταν στο πλευρό της, μου επέτρεπα την πολυτέλεια της αυθόρμητης έκφρασης και της συγκίνησης. Στο ραδιόφωνο ονειρική μουσική…
«Όπως τυλίγονταν τα χέρια στο σώμα
κι όπως έσπαγε στα αστέρια η βραδιά,
σου είχα αγγίξει δειλά την καρδιά,
…σ’ αγαπάω.
Και όπως έπεφταν τα αστέρια στο χώμα
και όπως έπεφταν στην Γη τα κορμιά,
σου βρήκα μόνο μια λέξη να πω
σ’ αγαπάω.


Ο άγγελός μου,
ο άνθρωπός μου,
ο θάνατος μου,
ΕΣΥ!!!».
Η Πρωτοψάλτη να τραγουδάει τον «Άγγελό» της και ο δρόμος να γίνεται μούσκεμα, με καθαρό τον ουρανό και το παρμπρίζ. Με τα δάκρυα μου να συνοδεύονται από λυγμούς ενώ δυνάμωνα την μουσική. Σαν να επιδίωκα τον πόνο, για να ξεριζώσω όλους τους φόβους και τις τύψεις.
Το βάρος της ευθύνης του παιδίατρου και όχι του απλού πατέρα, μου πλάκωνε την ψυχή. Μήπως κάτι έπρεπε να είχα κάνει; Μήπως δεν έπρεπε να επιμείνω στο θηλασμό; Μήπως έπρεπε να την είχα ντυμένη πιο ζεστά, αντί να την πηγαίνω βόλτες στους διαδρόμους. Μήπως έπρεπε να ανοίγω περισσότερο το παράθυρο του θαλάμου για να έχει οξυγόνο. Μήπως δεν έπρεπε να ανοίγω το παράθυρο γιατί είχε κρύο. Μήπως φταίω εγώ, που ο άγγελος μου είναι μόνος του σε ένα γυάλινο, κρύο κουτάκι με καλώδια…
Ακόμα και τώρα όποτε ακούω το «Ο Άγγελός μου» της Πρωτοψάλτη, βουρκώνω χωρίς να μπορώ να το ελέγξω.
Μικρή μου Χαρούλα, για μένα, αυτό είναι το τραγούδι μας.

Παρασύρθηκα όμως, δεν είχα σκοπό να σας διηγηθώ τις μέρες της μικρής στην Εντατική Νεογνών, αλλά αυτό που συνέβη τις πρώτες βδομάδες αφού την πήραμε στο σπίτι.
Την ταΐσανε και την παρακολουθήσανε λοιπόν, την μικρή μου στην Μονάδα, και αφού πέρασε το φράγμα των 2 κιλών και άρχισε μέχρι και να θηλάζει, ήρθε η ώρα και την πήραμε, να την περιποιούμαστε στην θαλπωρή του σπιτιού μας, μαζί με τον αδερφό της. Όλα κυλούσαν ομαλά και τα δίδυμα μας πρόσφεραν μια ολοκαίνουργια καθημερινότητα, με πρωτόγνωρες συγκινήσεις.
Ένα μεσημέρι, ενώ τάιζα την Χαρούλα με το μπιμπερό, πνίγηκε και μου έβηξε. Όχι έντονα είναι η αλήθεια, όμως έβηξε. Μπήκα στον πειρασμό να σηκωθώ και να πάρω τα ακουστικά μου να την ακροαστώ. Δεν ήθελα όμως να ανησυχήσω την λεχώνα δίπλα μου, που ετοιμαζόταν να θηλάσει τον Ερμή. Ναι, είχαμε ένα πρόγραμμα και τα ταΐζαμε εναλλάξ στήθος και ξένο γάλα. Ήταν λοιπόν η σειρά του Ερμή να θηλάσει και της Χαρούλας να πιεί από το συμπλήρωμα.
Το μπιμπερό επειδή ρέει πολύ πιο εύκολα από το βυζί, πνίγει πιο εύκολα τα μωρά. Πόσο μάλλον την μικρή μου, που πιθανά λόγω νευρολογικής ανωριμότητας και μιας γαστρο-οισοφαγικής παλινδρόμησης πνιγόταν ούτως ή άλλως ευκολότερα. Όμως τώρα, εκτός από ένα ήπιο ρουθούνισμα, δεν την ένιωθα στο χέρι μου να έχει ακροαστικά. Άσε που σε μια στιγμή που δεν κοίταζε η μαμά την σήκωσα και σκύβοντας ελαφρά, ακούμπησα το αυτί μου στην πλάτη της και πρόλαβα να ακούσω καθαρά τα πνευμονάκια της. Ήταν λοιπόν υπερβολή να την ακροαστώ. «Χαλάρωσε», μου φωνάζω ενώ ξαναδίνω το μπουκάλι στην μικρή.
Όταν τα παιδιά μείνουν πίσω στην ανάπτυξή τους, για εξωγενής παράγοντες, συχνά κάνουν αυτό που ονομάζουμε αύξηση αντιρρόπησης (catch-up growth), τρώνε δηλαδή τον άμπακο. Έτσι, και η μικρή μου άρπαζε το μπουκάλι και του έδινε να καταλάβει. Έλα όμως, που δεν πρόλαβε να πιεί μία γουλιά και ξαναπνίγηκε. Αποφασίζω και εγώ να αφήσω τις βλακείες και να φέρω τα ακουστικά μου να την ακροαστώ. Θα μου πεις καλά συγνώμη, κάθε που πνίγεται με το γάλα ένα μωρό, πρέπει να το εξετάζει παιδίατρος; Όχι, καμία σχέση. Η μικρή μου, που δεν μετρούσε ακόμα ούτε ένα μήνα ζωής και κανονικά έπρεπε να ήταν ακόμα στην κοιλιά της μαμάς της, εξακολουθούσε να μας μπλαβίζει κάποιες στιγμές ενώ έτρωγε. Αυτό όμως το πνίξιμο, δεν ήταν σαν τα άλλα. Κάτι το παιδιατρικό ένστικτο, κάτι το πατρικό φίλτρο, με έσπρωχναν να την τσεκάρω. Την δίνω λοιπόν στην μαμά της και σηκώνομαι για να φέρω τα ακουστικά μου.
Δεν πρόλαβα να σταθώ όρθιος και ακούω μια έντρομη φωνή πίσω από την πλάτη μου…
«ΝΙΚΟ!!! Το παιδί!!»
Γυρίζω και βλέπω την καλή μου να κρατάει μια πάνινη κούκλα, με την μορφή της κόρης μου. Το κεφαλάκι γερμένο ελαφρά προς τα εμπρός, χωρίς τόνο και το χρώμα της άσπρο. Να είναι καλά όποιος εντατικολόγος σφήνωσε στο μυαλό μου τις γνώσεις ανάνηψης μωρού από πνιγμό. Λειτούργησε αντανακλαστικά, σχεδόν μηχανικά, ο παιδίατρος μέσα μου.
Άρπαξα την μικρή από τα χέρια της μάνας της, και στερέωσα την παλάμη μου στο στέρνο της και κάτω από το πηγούνι της, λες και σκόπευα να την στραγγαλίσω. Την έφερα μπρούμυτα πάνω στον πήχη μου και την χτύπησα δυνατά ανάμεσα στις ωμοπλάτες με το άλλο μου χέρι. Κάτι λίγο η βαρύτητα και κυρίως η πίεση που άσκησα με τα δύο μου χέρια στο θώρακα, και κατά συνέπεια στους πνεύμονες της, την έκαναν να εκπνεύσει με δύναμη. Ήδη από την 2η με 3η πλήξη, ένοιωσα το μυϊκό τόνο να επανέρχεται στο κορμάκι της και στην επόμενη, άκουγα το κλάμα της… και αμέσως την έβγαλα έξω στην βεράντα, για να δώσω την ευκαιρία στα πνευμόνια της να γεμίσουν με οξυγόνο.
Περισσότερο για να απασχολήσω την γυναίκα μου που με ακολουθούσε πανικόβλητη, την καθησυχάζω και την παρακαλώ να μου φέρει μια συσκευή που έχουμε για να καθαρίσουμε την μυτούλα της.
«Έλα μην φοβάσαι είναι καλά! Δες την, έχει ανακτήσει το χρώμα της και το κλάμα της είναι καθαρό. Φέρε μου μια στιγμή τα ακουστικά μου και την αναρρόφηση, να της καθαρίσω λίγο την μυτούλα!»
Μου τα έφερε και κάθισε δίπλα μου εξίσου πανιασμένη όπως ήταν και η Χαρούλα, πριν από μόλις μερικά λεπτά. Μερικά λεπτά από αυτά τα καταραμένα, που μοιάζουν με αιώνα!
«Τι έγινε; Τι έπαθε το μικρό μου;»
«Πρέπει να πνίγηκε και να έβηξε με τις πρώτε γουλίτσες και λίγο γάλα γύρισε στην μύτη. Εκεί έμεινε και περίμενε να αρχίσει να ξανατρώει, ώστε με την πρώτη εισπνοή να φύγει και να σφηνωθεί στον αεραγωγό της. Ορίστε και τα ρέστα…», θριαμβολογώ σαν ειδικός του C.S.I., κάνοντας μουδιασμένο χιούμορ, ενώ μόλις είχα ρουφήξει από την μυτούλα της Χαρούλας τα υπολείμματα από λίγο γάλα.
Το χρώμα είχε επανέλθει στα χειλάκια και τα μαγουλάκια της μικρής μου. Μας κοιτούσε και μου γεννιόταν η ανάγκη να την σφίξω στην αγκαλιά μου, με τόση ένταση που με τρόμαζα!
Ήταν εκεί και έλαμπε. Έσφυζε και πάλι από υγεία και ομορφιά!
Ήταν εκεί και με έκανε τόσο ευτυχισμένο!
Ο Άγγελός μου!

Να είστε όλοι καλά και τα παιδιά μας καλύτερα.

Πέμπτη 10 Ιανουαρίου 2008

Του έκατσε η πίτα αντί για το φλουρί!

Είμαι πολύ τυχερός άνθρωπος!
Ο πρώτος που το ομολογώ είμαι εγώ, και ακολουθούν όλοι οι αγαπημένοι μου, που με πειράζουν κατά καιρούς! Είμαι πολύ τυχερός για όλα αυτά τα μεγάλα που μου συμβαίνουν. Τα μωρά μου, την καλή μου, την οικογένεια μου, το σπιτικό που έχω σκαρώσει, την δουλειά μου, τους φίλους μου. Είμαι εξίσου τυχερός και για όλα τα μικρά, καθημερινά που μου συμβαίνουν. Από το να βρω θέση πάρκινγκ έξω από το θέατρο στο κέντρο της Αθήνας, μέχρι να κερδίζω σκανδαλωδώς το φλουρί στις πρωτοχρνονιάτικες πίτες. Ίσως όμως αυτό που με κάνει να νιώθω τυχερός είναι η αξία που δίνω σε όλες αυτές τις μικρές και μεγάλες καθημερινές στιγμές.
Δεν γνωρίζω αν υπάρχει ο παράγοντας τύχη, πόσο μάλλον αν παρουσιάζει κληρονομικότητα. Αν μεταφέρεται από τους γονείς στα παιδιά. Αυτό που ξέρω είναι αυτό που έζησα αυτές τις μέρες. Όχι ότι είναι κάτι το συγκλονιστικό, είναι όμως από αυτά τα ασήμαντα, που σε κάνουν να μονολογείς «έλα ρε ‘συ!». Συνηθίζω να πασπαλίζω με λίγη φαντασία τις ιστορίες που σας εξιστορώ. Η σημερινή πάντως, στις ασήμαντες λεπτομέρειές της, είναι αληθινή.
Μιλώντας για πασπάλισμα, η πίτα της πεθεράς μου, δεν είχε άχνη ζάχαρη. Είχε όμως όλη την γλύκα, και τα αμύγδαλα στο πάνω μέρος της σχημάτιζαν «2008». Την μοιράσαμε σε 16 ίσα κομμάτια, ένα για κάθε αγαπημένο πρόσωπο, από βρέφη μέχρι παπουδογιαγιάδες! Έμπνευση της καλής μου, τα κομμάτια μετά το κόψιμο να τα μοιράσουμε αρχίζοντας από την μικρότερη της οικογένειας, για να καταλήξουμε στον μεγαλύτερο. Στο σπίτι μας έχουμε άλλη συνήθεια. Εμένα δεν με πολύ-ένοιαξε , μια που με την αυτοπεποίθηση που σπάει νεύρα, καθόμουν σε μία άκρη και αστειευόμουνα «μην παιδεύεστε τσάμπα και χαλάτε και την πίτα, όλοι ξέρουμε που βρίσκεται το φλουρί». Κέρδισα μερικά βλέμματα συγκρατημένης αντιπάθειας και ολίγον από ζήλια, ενώ προχωρούσα στην συστηματική διερεύνηση του κομματιού πίτας που μου αναλογούσε.
Την απογοήτευση-έκπληξη μου για τις άκαρπες έρευνες μου, διαδέχθηκε η περηφάνια-έκπληξη ακούγοντας την καλή μου να λέει «να το! Ανάμεσα στα κομμάτια του Ερμή και της Χαράς!». Όντως το φλουρί αποκαλύφθηκε όταν απομακρύναμε τα δύο κομμάτια πίτας που αντιστοιχούσαν στα μωρά μου.
Χάρηκα πολύ! Μακάρι η χρονιά να είναι τυχερή για τα μωρά μου και ακόμη περισσότερο, μακάρι να έχουν κληρονομήσει την τύχη μου. Έτσι και αλλιώς, δεν τελείωσαν οι πίτες για φέτος. Είμαι συνηθισμένος, μέχρι και τηλέφωνο να με παίρνουν και να μου λένε ότι το κομμάτι που έκοψαν οι δικοί μου για εμένα είχε το φλουρί.
Οι πρώτες μέρες πέρασαν και χαρμόσυνο τηλεφώνημα δεν προέκυψε. Το φλουρί σε φιλικό σπίτι όπου ήμουν καλεσμένος το βρήκε ο νοικοκύρης, ενώ αυτό της πίτας της οικογένειας του αδερφού μου (έλειπαν στο πατρικό της νύφης μου), μόνο σε εμένα δεν έπεσε.
Στη δική μου οικογένειά την πίτα την μοιράζουμε διαφορετικά. Χωρίζουμε τα κομμάτια ανάλογα με τον αριθμό αγαπημένων που θέλουμε να τιμήσουμε και στη συνέχεια ένας κόβει τα κομμάτια και άλλος ονοματίζει ποιανού είναι κάθε κομμάτι. Είχαν ήδη περάσει τέσσερις μέρες από την πρωτοχρονιά, όταν καταφέραμε να συγκεντρωθούμε, η οικογένεια του αδερφού μου, η δική μου και οι γονείς μας, για να κόψουμε την πίτα στο πατρικό μου.
Αποφάσισα να πάρω την κατάσταση στα χέρια μου, αναλαμβάνοντας το ρόλο του ονοματίζοντα. "Θα λέω τα ονόματα στην τύχη , με μόνη εξαίρεση τα δίδυμα. Μου άρεσε το σκηνικό που παίχτηκε προχθές..", ανακοινώνω, ελπίζοντας, είτε να σώσω την παρτίδα για φέτος, κερδίζοντας τουλάχιστον το φλουρί των δικών μου, ή έστω σε ένα ρεπετέ της φάσης με τα δίδυμα, που θα έδινε αφορμή για μεταφυσικούς προβληματισμούς. Τα κομμάτια μοιράζονταν, ήδη ο κατακερματισμός και το καταβρόχθισμα προχωρούσαν και κραυγή θριάμβου δεν ακουγόταν στο δωμάτιο. Για κορύφωση της αγωνίας, σπάσιμο νεύρων και ολίγον από πολιτική, κρατούσα το δικό μου κομμάτι για το τέλος.
Κραυγή ακούστηκε, ήταν όμως αγωνίας και ερχόταν από την μητέρα μου. Είχε στην αγκαλιά της τον ανιψιό μου και τον τάιζε πίτα, όταν ο μικρός στραβοκατάπιε και άρχισε να βήχει. Η γιαγιά του και ( δυστυχώς για εκείνη ) μητέρα μου, μέσα στον πανικό που την καταλαμβάνει όταν κάτι παθαίνει κάποιο εγγόνι της, άρχισε να χτυπά το νήπιο στην πλάτη. Της άρπαξα το χέρι στον αέρα και έδωσα την ευκαιρία στο τρίχρονο να βήξει ελεύθερα .
"Τι κάνεις ρε μάνα " την μαλώνω με περίσσια ομολογώ αυστηρότητα. "Αυτά πού μαλλιάζει η γλώσσα μας, να μάθουμε στους γονείς , πας και τα κάνεις εσύ; Όταν ένα παιδί βήχει δεν το χτυπάμε ποτέ στην πλάτη! Μπορεί να στείλουμε το ξένο σώμα πιο βαθιά και να χειροτερέψουμε την κατάστασή! Όταν χτυπάμε την σύριγγα πριν να κάνουμε την ένεση, προς τα πάνω πάει ο αέρας, όχι το στερεό ή υγρό. Όπως και με το ρέψιμο του μωρού".
Με θλίψη μου, καιρό τώρα, έχω συνειδητοποιήσει ότι όσο αγαπώ και εκτιμώ τους γονείς μου, ειδικά με την μάνα μου είμαι υπερβολικά αυστηρός. Δεν το θέλω, όμως όταν κάνει κάποιο λάθος, της επιτίθεμαι, λες και το παιδάκι μέσα μου ξυπνά και βρίσκει την ευκαιρία να διορθώσει το γονιό του.
Με συνειδητή προσπάθεια να διακωμωδήσω και να ελαφρύνω λίγο την κατάσταση, προσθέτω χαϊδεύοντας το κεφάλι του Γιωργάκη που με δάκρυα στα μάτια από την προσπάθεια, είχε αρχίσει να ηρεμεί! «Ορίστε, ο Γιωργάκης τα κατάφερε καλύτερα χωρίς να του μαυρίσουμε την πλάτη. Άντε βρε Γιωργάκη να πιείς λίγο νερό και φέρε μου και εμένα όπως έρχεσαι.» και ο κακομοιρούλης μου έκανε να σηκωθεί να πάει, για να τον προλάβω και να του δώσω ένα ποτήρι με νερό από το τραπεζάκι δίπλα μου.
«Στο άγχος σου επάνω, μπορεί να χτυπήσεις πιο δυνατά το παιδί και να του κόψεις και τον βήχα και την ανάσα. Άλλωστε, αυτό που προσπαθούμε να κάνουμε με τους χειρισμούς μας, είναι να μιμηθούμε το βήχα, οπότε όταν το παιδί βήχει από μόνο του, δεν χρειάζεται να κάνουμε τίποτα. Αν, στην σπάνια περίπτωση, το παιδί ή ο μεγάλος ΔΕΝ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΒΗΞΕΙ και αρχίσει να μπλαβίζει, χάνοντας τις αισθήσεις του, το τοποθετούμε με το κεφάλι προς τα κάτω και τότε χτυπάμε δυνατά πέντε φορές ανάμεσα στις ωμοπλάτες για να αποφράξουμε τον αεραγωγό…» με ακούω να λέω και συνειδητοποιώ ότι όλοι με παρακολουθούν έτοιμοι να σκάσουν στα γέλια.
Ειδικά η μάνα μου, με κοιτούσε με ένα ύφος κάτι μεταξύ «έλα παππούλη μου να σου δείξω τα αμπελοχώραφά σου» και «ο γιός μου ο καθηγητής!». Την αρπάζω και στρέφοντας προς τον Γιωργάκη λέω «να κάπως έτσι…» και την ξαπλώνω στα πόδια μου με το κεφάλι χαμηλότερα, προσποιούμενος ότι την χτυπάω δυνατά στην πλάτη. «Κατάλαβες;!» ρωτάω τον μικρό που ήδη έχει σκάσει στα γέλια.
«Ρε παιδιά, σίγουρα έχει φλουρί η πίτα;» ρωτάει ο αδερφός μου, που είχε ήδη καταστρέψει το δικό του, και τουλάχιστον άλλα δύο κομμάτια ψάχνοντας.
«Φυσικά!», ακούγεται, σχεδόν προσβεβλημένη η μάνα μου, ενώ φτιάχνει λίγο τα μαλλιά της.
Εγώ, απελπισμένος από τις άκαρπες έρευνες στο δικό μου κομμάτι κατευθύνομαι απειλητικά με ένα μαχαίρι, προς τα κομμάτια των μωρών μου. Το φλουρί, με περίμενε εκεί! Αυτή την φορά, όχι κάθετα αλλά, σφηνωμένο παράλληλα, ίσως μια ιδέα περισσότερο από την πλευρά της Χαρούλας μου, πάντως καθαρά ανάμεσα στα δύο κομμάτια!
Να είστε όλοι τυχεροί και τα παιδιά σας τυχερότερα!
Καλή χρονιά.

Τετάρτη 2 Ιανουαρίου 2008

Χριστούγεννα με Μάρκες (και όχι μάρκες!)

Δουλέψαμε σκληρά τις ημέρες πριν τα Χριστούγεννα. Μας έδινε δύναμη η προοπτική των διακοπών με τους δικούς μας. Τα δίδυμα να τα δουν και να τα χαρούν οι παπουδογιαγιάδες, εμείς να προλάβουμε καμία έκθεση ζωγραφικής, κανένα θέατρο, ή ακόμα και, …γιατί όχι αφού θα έχουμε ολοήμερες νταντάδες, και καμία έξοδο βραδινή με φίλους από τα παλιά, αλκοόλ, μουσική, ίσως και λίγο χαρτάκι για το καλό…
Για δε δουλειά, καλά ΤΑ σχέδια…!! Να ανανεώσω τις γραπτές οδηγίες που δίνω στο ιατρείο, να εμπλουτίσω με υλικό την ιστοσελίδα, να γράψω το άρθρο για τον Αιφνίδιο Βρεφικό Θάνατο, να ξεστραβωθώ για κανένα τρέχον παιδιατρικό θέμα… Α!! ναι, να διαβάσω και κανένα βιβλίο αφού τελειώσω αυτό που είχα ήδη αρχίσει από το Ρέθυμνο(«Νυχτερινό τρένο για τη Λισαβόνα») και βεβαίως να ενημερώσω και το blog.
Τι κάναμε από όλα αυτά; …ΤΙΠΟΤΑ!!!
Τα παιδιά πρώτα, και μετά η καλή μου (και μετά και οι δύο οι γονείς μου), αρρώστησαν και γιατρεύαμε ο ένας τον άλλο, απορρίπτοντας την μία πρόταση ή σκέψη μετά την άλλη. Εγώ την γλίτωσα γιατί μάλλον την ίωση (λόγω επαγγέλματος?) την είχα ήδη περάσει, έτσι έτρεχα για τους άλλους. Ειδικά ο κακομοιρούλης ο Ερμής έκανε πυρετό, εμετούς και για μιάμιση μέρα την έβγαλε κυριολεκτικά στην αγκαλιά μου, πίνοντας λίγο νερό και τρώγοντας κανένα μπισκότο… Η Χαρούλα εστίασε περισσότερο στις διάρροιες (και ένα καλούτσικο σύγκαμα), όμως ακόμα και όταν έκανε εμετό ήταν (όνομα και πράγμα) μέσα στην τρελή χαρά.
Το μόνο που προλάβαμε ήταν μια βόλτα στην γιορτινή Αθήνα, από όπου και είχαν ξεφυτρώσει οι παρακάτω σκέψεις…


Όμορφες γιορτές αυτές των Χριστουγέννων! Χρώματα, τραγούδια, παραμύθια, λες και είναι αφιερωμένες αποκλειστικά στα παιδιά….
Βυθίζεσαι γλυκά μέσα τους και με άλλοθι τους μικρούς μπελάδες, ξαναγίνεσαι για λίγο παιδί. Διαβάζεις χριστουγεννιάτικες ιστορίες, κάτω από δένδρο ολοστόλιστο, σε σπιτικό με μυρωδιές ύπουλων εδεσμάτων να δραπετεύουν από εκεί που δεν τις περιμένεις.
Οι περισσότερες χριστουγεννιάτικες ιστορίες κρύβουν προβληματισμό, ή ακόμα-ακόμα και θλίψη. Το κοριτσάκι με τα σπίρτα, με το δραματικό τέλος, σε κάνει να αναρωτιέσαι, «είναι τώρα αυτή ιστορία για παιδιά και μάλιστα χριστουγεννιάτικα;». Βλέπεις το πνεύμα των Χριστουγέννων να βάζει σε μπελάδες τον Σκρουτζ, αναγκάζοντάς τον να ανασκοπήσει και να αναθεωρήσει όλη του τη ζωή.
Ίσως τελικά, να μην είναι τυχαίο ότι τα Χριστούγεννα έρχονται στο τέλος του Χρόνου. Ίσως να κρύβεται σοφία σε αυτή την χρονική συνεύρεση. Με τον πιο γλαφυρό τρόπο βλέπεις το καθημερινό πάντρεμα της αρχής και του τέλους, της γέννησης και του θανάτου, της ευτυχίας και της δυστυχίας. Για να έχει νόημα η χαρά πρέπει να υπάρχει και η λύπη…
Αυτές οι μέρες προσφέρονται τελικά για χαλάρωση και προβληματισμό. Σου δίνουν την ευκαιρία να βουτήξεις μέσα σου και να ανακαλύψεις στοιχεία του εαυτού σου. Δεν ήθελα να γράψω κάτι λυπηρό για αυτές τις μέρες, ούτε όμως και κάτι ελαφρύ και χαρούμενο.
Δεν ήθελα να αφήσω το blog χωρίς έστω ένα μήνυμα…
Δεν ήθελα να αφήσω το παρεάκι μόνο με ευχές.
Ενώ αντιμετώπιζα αυτά τα υπαρξιακά διλήμματα διάβασα ένα πανέμορφο κείμενο. Ένα κείμενο που παντρεύει αριστουργηματικά όλα τα συναισθήματα και όλες τις σκέψεις που φύτρωσαν μέσα μου αυτές τις μέρες. Πρόκειται για ένα mail που έλαβα, με το κύκνειο άσμα ενός μεγάλου λατινοαμερικάνου τεχνίτη της πένας. Στην εισαγωγή του mail σχολιάζεται ότι…
"Ο Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες έχει αποσυρθεί από τη δημόσια ζωή για λόγους υγείας. Η κατάστασή του μοιάζει να επιδεινώνεται μέρα με τη μέρα. Η αποχαιρετιστήρια επιστολή που ακολουθεί εστάλη από τον συγγραφέα στους φίλους του και χάρη στο ιντερνέτ έφτασε και σε εμάς."


Δεν γνωρίζω αν είναι αυθεντικό το κείμενο ή ακόμα και αν όντως η κατάσταση της υγείας του συγγραφέα είναι τόσο σοβαρή. Αυτό που γνωρίζω είναι τα αισθήματα που μου δημιούργησε και που ήταν αυτά ακριβώς που ήθελα να σας μεταφέρω αυτές τις μέρες. Διαβάστε λοιπόν και απολαύστε την αισιοδοξία μέσα από την θλίψη και το μεγαλείο της αρχής μέσα από ένα τέλος…


«Αν ο Θεός ξεχνούσε για μια στιγμή ότι είμαι μια μαριονέτα φτιαγμένη από κουρέλια και μου χάριζε ένα κομμάτι ζωή, ίσως δεν θα έλεγα όλα αυτά που σκέφτομαι, αλλά σίγουρα θα σκεφτόμουν όλα αυτά που λέω εδώ.
Θα έδινα αξία στα πράγματα, όχι γι’ αυτό που αξίζουν, αλλά γι’ αυτό που σημαίνουν.
Θα κοιμόμουν λίγο, θα ονειρευόμουν πιο πολύ, γιατί για κάθε λεπτό που κλείνουμε τα μάτια, χάνουμε εξήντα δευτερόλεπτα φως. Θα συνέχιζα όταν οι άλλοι σταματούσαν, θα ξυπνούσα όταν οι άλλοι κοιμόταν. Θα άκουγα όταν οι άλλοι μιλούσαν και πόσο θα απολάμβανα ένα ωραίο παγωτό σοκολάτα!
Αν ο Θεός μου δώριζε ένα κομμάτι ζωή, θα ντυνόμουν λιτά, θα ξάπλωνα μπρούμυτα στον ήλιο, αφήνοντας ακάλυπτο όχι μόνο το σώμα αλλά και την ψυχή μου.
Θεέ μου, αν μπορούσα, θα έγραφα το μίσος μου πάνω στον πάγο και θα περίμενα να βγει ο ήλιος. Θα ζωγράφιζα μ’ ένα όνειρο του Βαν Γκογκ πάνω στα άστρα ένα ποίημα του Μπενεντέτι κι ένα τραγούδι του Σερράτ θα ήταν η σερενάτα που θα χάριζα στη σελήνη. Θα πότιζα με τα δάκρυα μου τα τριαντάφυλλα, για να νοιώσω τον πόνο από τ’ αγκάθια τους και το κοκκινωπό φιλί των πετάλων τους…
Θεέ μου, αν είχα ένα κομμάτι ζωή… Δεν θα άφηνα να περάσει ούτε μία μέρα χωρίς να πω στους ανθρώπους ότι αγαπώ, ότι τους αγαπώ. Θα έκανα κάθε άνδρα και γυναίκα να πιστέψουν ότι είναι οι αγαπητοί μου και θα ζούσα ερωτευμένος με τον έρωτα.
Στους ανθρώπους θα έδειχνα πόσο λάθος κάνουν να νομίζουν ότι παύουν να ερωτεύονται όταν γερνούν, χωρίς να καταλαβαίνουν ότι γερνούν όταν παύουν να ερωτεύονται! Στο μικρό παιδί θα έδινα φτερά, αλλά θα το άφηνα να μάθει μόνο του να πετάει. Στους γέρους θα έδειχνα ότι το θάνατο δεν τον φέρνουν τα γηρατειά αλλά η λήθη. Έμαθα τόσα πράγματα από σας, τους ανθρώπους… Έμαθα πως όλοι θέλουν να ζήσουν στην κορυφή του βουνού, χωρίς να γνωρίζουν ότι η αληθινή ευτυχία βρίσκεται στον τρόπο που κατεβαίνεις την απόκρημνη πλαγιά. Έμαθα πως όταν το νεογέννητο σφίγγει στη μικρή παλάμη του, για πρώτη φορά, το δάχτυλο του πατέρα του, το αιχμαλωτίζει για πάντα.
Έμαθα πως ο άνθρωπος δικαιούται να κοιτά τον άλλο από ψηλά μόνο όταν πρέπει να τον βοηθήσει να σηκωθεί. Είναι τόσα πολλά τα πράγματα που μπόρεσα να μάθω από σας, αλλά δεν θα χρησιμεύσουν αλήθεια πολύ, γιατί όταν θα με κρατούν κλεισμένο μέσα σ’ αυτή τη βαλίτσα, δυστυχώς θα πεθαίνω.
Να λες πάντα αυτό που νιώθεις και να κάνεις πάντα αυτό που σκέφτεσαι. Αν ήξερα ότι σήμερα θα ήταν η τελευταία φορά που θα σ’ έβλεπα να κοιμάσαι, θα σ’ αγκάλιαζα σφιχτά και θα προσευχόμουν στο Κύριο για να μπορέσω να γίνω ο φύλακας της ψυχής σου. Αν ήξερα ότι αυτή θα ήταν η τελευταία φορά που θα σ’ έβλεπα να βγαίνεις απ’ την πόρτα, θα σ’ αγκάλιαζα και θα σου ‘δινα ένα φιλί και θα σε φώναζα ξανά για να σου δώσω κι άλλα. Αν ήξερα ότι αυτή θα ήταν ή τελευταία φορά που θα άκουγα την φωνή σου, θα ηχογραφούσα κάθε σου λέξη για να μπορώ να τις ακούω ξανά και ξανά. Αν ήξερα ότι αυτές θα ήταν οι τελευταίες στιγμές που σ’ έβλεπα, θα έλεγα «σ’ αγαπώ» και δεν θα υπέθετα, ανόητα, ότι το ξέρεις ήδη.
Υπάρχει πάντα ένα αύριο και η ζωή μας δίνει κι άλλες ευκαιρίες για να κάνουμε τα πράγματα όπως πρέπει, αλλά σε περίπτωση που κάνω λάθος και μας μένει μόνο το σήμερα, θα ‘θελα να σου πω πόσο σ’ αγαπώ κι ότι ποτέ δεν θα σε ξεχάσω.
Το αύριο δεν το έχει εξασφαλίσει κανείς, είτε νέος είτε γέρος. Σήμερα μπορεί να είναι η τελευταία φορά που βλέπεις τους ανθρώπους που αγαπάς. Γι’ αυτό μην περιμένεις άλλο, κάν’ το σήμερα, γιατί αν το αύριο δεν έρθει ποτέ, θα μετανιώσεις σίγουρα για τη μέρα που δεν βρήκες χρόνο για ένα χαμόγελο, μια αγκαλιά, ένα φιλί και ήσουν πολύ απασχολημένος για να κάνεις πράξη μια τελευταία τους επιθυμία. Κράτα αυτούς που αγαπάς κοντά σου, πες τους ψιθυριστά πόσο πολύ τους χρειάζεσαι, αγάπα τους και φέρσου τους καλά, βρες χρόνο για να τους πεις «συγνώμη», «συγχώρεσέ με», «σε παρακαλώ», «ευχαριστώ» κι όλα τα λόγια αγάπης που ξέρεις.
Κανείς δεν θα σε θυμάται για τις κρυφές σου σκέψεις. Ζήτα απ’ τον Κύριο τη δύναμη και την σοφία για να τις εκφράσεις. Δείξε στους φίλους σου τι σημαίνουν για σένα.»


Δεν γνωρίζω αν τα παραπάνω λόγια ανήκουν πραγματικά στο Μάρκες, πάντως σίγουρα με άγγιξαν.

Με τα μωρά μου και την καλή μου να έχουν αναρρώσει και να κοιμούνται μακάρια στο διπλανό δωμάτιο, σας καληνυχτίζω και σας εύχομαι το 2008 να σας φέρει υγεία, χαρά, ευτυχία και έμπνευση.
Θα μου επιτρέψετε σαν συμπλήρωμα στις ευχές μου, να απομονώσω κάποιες από τις σκέψεις που μόλις διαβάσατε..



Στους ανθρώπους θα έδειχνα πόσο λάθος κάνουν να νομίζουν ότι παύουν να ερωτεύονται όταν γερνούν, χωρίς να καταλαβαίνουν ότι γερνούν όταν παύουν να ερωτεύονται!

Στο μικρό παιδί θα έδινα φτερά, αλλά θα το άφηνα να μάθει μόνο του να πετάει.

Στους γέρους θα έδειχνα ότι το θάνατο δεν τον φέρνουν τα γηρατειά αλλά η λήθη.

Έμαθα πως όταν το νεογέννητο σφίγγει στη μικρή παλάμη του, για πρώτη φορά, το δάχτυλο του πατέρα του, το αιχμαλωτίζει για πάντα.

Έμαθα πως ο άνθρωπος δικαιούται να κοιτά τον άλλο από ψηλά μόνο όταν πρέπει να τον βοηθήσει να σηκωθεί.