Δευτέρα 5 Ιανουαρίου 2015

Από ποια ηλικία εμπιστευόμαστε τα παιδιά μόνα τους;



 Τι περίεργα συναισθήματα αυτά που νιώθω! 
Το βιβλίο μου είναι  πραγματικότητα. Δυσκολεύομαι να το πιστέψω. Μπορεί απλώς να εμφανιστεί για λίγο, ένας διάτων αστέρας, να λάμψει και να χαθεί. Όμως, είναι τόσα τα θετικά σχόλια.
  
«Είναι ζωντανό, άμεσο, δεν έχει ξύλινο λόγο και σου περνά το ευτυχώς τα ζούνε και άλλοι. Με έκανε να κλαίω από συγκίνηση αλλά και γέλια».

«Μακάρι να το είχα διαβάσει 10 χρόνια πριν, όταν έκανα τα παιδιά μου»,

Tι ωραίο εξώφυλλο! Οι πίνακες μέσα, ακόμα και η ποιότητα του χαρτιού είναι προσεγμένη"

 Ίσως όσοι με αγκαλιάζουν με ενθουσιασμό, να το κάνουν επειδή με γνωρίζουν προσωπικά και με αγαπούν και όχι γιατί πραγματικά τους συγκίνησα μέσα από το βιβλίο μου. 
Είναι λίγο αυτό; 
Όχι σε καμία περίπτωση.
  Πως θα μπορούσα να θεωρώ «λίγο», την αγάπη των άλλων. Φοβάμαι μόνο μήπως είναι θετικές σκέψεις προς εμένα και όχι προς το βιβλίο μου. Αν αξίζει, θα φανεί στο χειροκρότημα, που λέει και το τραγούδι, όμως οφείλω να του δώσω την ευκαιρία να ταξιδέψει. 
 Στο κάτω-κάτω της γραφής, ευγενικοί μαζί μου θα είναι μόνο όσοι με συμπαθούν. Οι υπόλοιποι θα με φιλοδωρήσουν με τη κριτική τους ή θα το διαβάσουν και απλά θα προσπεράσουν.
Αυτές και άλλες παρόμοιες σκέψεις, έκανα επιστρέφοντας στο σπίτι μας μαζί με τη γυναίκα μου. 
Τις διέκοψε βίαια το ποδήλατο που πέρασε με φόρα από μπροστά μας και έθεσε στιγμιαία σε κίνδυνο τη σωματική μας ακεραιότητα. 
 Αυτόματη εκτροπή σκέψης από την ανασφάλεια του «εγώ», στην αντανακλαστική προστασία του εμείς, για να κατρακυλήσω σε τρόμο στη σκέψη του να πάθουν κάτι τα «εκείνα». Τα παιδιά μας!
    -          Ο Γιωργάκης ήταν αυτός; Αναρωτιέται η γυναίκα μου.
    -          Ή μια «στιγμή» που πέρασε και χάθηκε; Αστειεύομαι εγώ…
    -          Πως έτρεχε έτσι;

Ο Γιωργάκης είναι συμμαθητής των παιδιών μου, κάτι περισσότερο από οχτώ χρονών δηλαδή. Εδώ και περισσότερο από ένα χρόνο, αλωνίζει στην Παλιά Πόλη του Ρεθύμνου λες και κυκλοφορεί στην αυλή του σπιτιού του. Τον έχουμε πετύχει σε διάφορα σημεία, με προτίμηση τη κεντρική πλατεία, να σουλατσάρει με τη μικρότερη αδερφή του, να παίζει μπάλα, κυνηγητό και «τάπες».
 Εμείς, ούτε που διανοούμαστε να τα στείλουμε μόνα τους στην πλατεία. Μάλιστα, στεκόμαστε και τα παρακολουθούμε διαρκώς με το άγρυπνο βλέμμα της κουκουβάγιας, που σιγά-σιγά υπό το βάρος του χρόνου μετατρέπεται σε λαγού, μήπως και πάθουν κάτι ή μήπως τα πειράξει κανείς. 
Ο Γιώργος απτόητος γυρνοβολά ανενόχλητος. Ειδικά το καλοκαίρι, αλλά κάποιες φορές και μέρες σχολείου, έρχεται, χτυπά τη πόρτα μας και αν τα παιδιά μας είναι σπίτι και έχουν χρόνο, ανεβαίνει για να παίξουν. Περνούν παρέα αρκετές ώρες. 
Μόλις τους ανακοινώσουμε ότι είναι ώρα για μπάνιο, βραδινό και ύπνο, μας καληνυχτίζει και φεύγει. Αν λείπουν σε κάποια από τις εξωσχολικές τους δραστηριότητες ή αν έχουν διάβασμα, απλώς φεύγει. 
Πόσες ώρες λείπει από το σπίτι του; 
Πότε ανησυχούν οι δικοί του; 
Πως ξέρουν τι κάνει τις ώρες που δεν είναι στο σπίτι; 
Συχνά, έχει μαζί του και την κατά ένα έτος μικρότερη αδερφούλα του. Δύο παιδιά, μόνα στους δρόμους του Ρεθύμνου. Λάθος, δεν είναι μόνα τους. Ή μάλλον πιο σωστά, δεν είναι τα μόνα!  Διηγούμενος αυτές μου τις εμπειρίες σε φίλους-γείτονες, πληροφορήθηκα και για άλλα παιδιά που το συνηθίζουν σε άλλες γειτονιές της Παλιάς Πόλης. Κυκλοφορούν αμέριμνα, χτυπούν τη πόρτα και αν και εφόσον είναι εκεί οι φίλοι τους, μπαίνουν και παίζουν. Στην αντίθετη περίπτωση, προχωρούν στο επόμενο σπίτι που μένουν παιδιά που γνωρίζουν. 
 
     -          Μήπως είμαστε υπερβολικοί με την επίβλεψη των μικρών μας;

Αναρωτιέται η γυναίκα μου και με επαναφέρει στην πραγματικότητα της βουής της πόλης.
 Τα καταστήματα φορούν τα γιορτινά τους, και ο κόσμος βολτάρει με τα παιδιά του. Ο Γιωργάκης Μαντολίνης, το αλάνι της γειτονιάς μας, είχε ήδη χαθεί μέσα στο πλήθος, αν και είμαι σίγουρος ότι θα μπορούσα να διακρίνω την πορεία του, από τα κεφάλια των ανθρώπων που θα παραμέριζαν στο πέρασμα του καμικάζι-μινιατούρα! 
 -         Τι υπερβολικοί; Τι υπερβολικοί;… δεν ακούς τι γίνεται στον κόσμο; 
Ο άνθρωπος είναι το πιο υπέροχο και το πιο τερατώδες πλάσμα της φύσης. Τα χειρότερα δε, είναι  τα αγγελόμορφα τέρατα. Αυτά που ενώ έλκουν με τους τρόπους, στη συνέχεια εγκλωβίζουν και τραυματίζουν ψυχούλες. Αν ο διάβολος ήταν ένας κόκκινος τύπος με κέρατα, δεν νομίζω ότι πολλοί θα τον έκαναν παρέα. Μας γνωρίζουν οι γονείς του Γιώργου; Ξέρουν τι κάνουμε εμείς στο σπίτι μας;  Πως τον αφήνουν ανεξέλεγκτα να περνά ολόκληρα απογεύματα στο σπίτι μας; 
Δε καταλαβαίνω μερικά πράγματα, όσο και αν θέλω να κρατώ τη θετική, την αισιόδοξη άποψη…   Εντάξει, η εγκληματικότητα δεν είναι τόσο έντονη στο Ρέθυμνο…
  Μη χαμογελάς με πικρία, τα απομονωμένα συμβάντα, παρόλη την έκταση που μπορεί να έχουν, δεν παύουν να είναι απομονωμένα. Ναι, χαίρομαι που θυμίζουμε ακόμα γειτονιά ή χωριό. 
Που οι περισσότεροι γνωριζόμαστε και θα νοιαστούμε για το Γιώργο. 
 Όντως στους μαγαζάτορες, αλλά και στους κατοίκους της πόλης, τα παιδιά μας είναι γνωστά και θα τα προσέξουν αν χρειαστεί. Όμως μου φαντάζουν τόσο μικρά και τόσο ανυπεράσπιστα. 
 Να τρέχει έτσι με το ποδήλατο μόνος του. Φοβάμαι ότι ακόμα και στη περίπτωση που δεν έχει κανένας την πρόθεση να τον βλάψει, εκείνος θα προκαλέσει κάποιο ατύχημα στον εαυτό του ή σε κάποιον άλλο. Αναρωτιέμαι πως θα ειδοποιηθούν οι γονείς του;…

-  Είναι δύσκολοι καιροί Νίκο! Μπορεί οι άνθρωποι να μην έχουν άλλη εναλλακτική…
     -  Δίκιο έχεις, δίκιο... Όταν δουλεύουν, έχουν δύο ή μερικές φορές και περισσότερα παιδιά και δύο και περισσότερες δουλειές για να τα φέρουν βόλτα… 

Τα παιδιά αναγκάζονται να ωριμάσουν. Δεν έχουν άλλη εναλλακτική όντως, δε μπορείς να τα έχεις κλεισμένα σα φυλακισμένα σε τέσσερις τοίχους. 
 Αναγκαστικά λοιπόν η Παλιά Πόλη του Ρεθύμνου καλείται να παίξει το ρόλο του παλιού καλού χωριού, όπου όταν οι γονείς ήταν στις δουλειές τους, τα πιτσιρίκια αλώνιζαν στους δρόμους και την επίβλεψή τους αναλάμβαναν οι γείτονες… Απλά, αναλογίζομαι έχουμε προχωρήσει τόσο με τη τεχνολογία, δε θα μπορούσαμε να σκαρφιστούμε κάτι που να μας κάνει να νιώθουμε λίγο  πιο εξασφαλισμένοι…
   -           Μη μου πεις τώρα ότι και η λύση με την Αννούλα είναι σωστή! Συμμαθήτρια των δικών μας και να έχει το δικό της κινητό…
   -          Τι λες τώρα; Εγώ δεν είμαι που κοψοχόλιασα τις προάλλες που μας πήρε τηλέφωνο για να έρθει και τελικά απλώς άλλαξε γνώμη;
 Η Αννούλα, οκτώμισι χρονών επίσης, παίρνει τηλέφωνο στο σπίτι μας και μας ρωτά για να έρθει να παίξει με τα παιδιά μας. Η Αννούλα! Όχι η μητέρα της ή ο πατέρας της. Από το κινητό της… 
 Μόλις τη περασμένη εβδομάδα διάβασα σε άρθρο ιατρικού περιοδικού για τους κινδύνους για τον αναπτυσσόμενο εγκέφαλο από τη χρήση κινητού ή ακόμα χειρότερα ασύμαρτου τηλεφώνου. 
 Ειδικά στα νεαρά άτομα κάτω των είκοσι χρονών, πόσο μάλλον στα παιδιά κάτω των δέκα! 
 Όμως επί του παρόντος η δική μου η έγνοια είναι η σωματική της ακεραιότητα τώρα και όχι μετά από μερικές δεκαετίες όταν θα παρουσιαστεί ο όγκος εγκεφάλου. Όχι ότι και η κακοήθης παρακαταθήκη δεν είναι σημαντική. 
 Προχθές λοιπόν, ακούω  τη γυναίκα μου να απαντά θετικά στο «αυτοκάλεσμα» της μικρής. 
 Ως εδώ, κανένα κακό… Τα φίδια με έζωσαν όταν ξαφνικά συνειδητοποίησα ότι είχαν περάσει κοντά τρία τέταρτα της ώρας και η μικρή δεν είχε εμφανιστεί ακόμα. 
 Το σκοτάδι είχε τυλίξει το Ρέθυμνο και η σκέψη ενός μικρού κοριτσιού να περιπλανιέται μόνο του στους δρόμους του με τρομοκράτησε… 

-          Ελένη, ήρθε η Αννούλα;
-          Όχι! Μου απαντά, συμμεριζόμενη μέσα σε δευτερόλεπτά την αγωνία μου.

 Έξω είχε ήδη νυχτώσει από ώρα! Βρήκα στο τηλέφωνό μας  τη κλήση του κινητού της μικρής και κάλεσα αμέσως, προσπαθώντας να μπλοκάρω τις άσχημες σκέψεις για το τι μπορεί να συμβεί στα σκοτεινά στενοσόκακα σε ένα μικρό κοριτσάκι, ακόμα και σε μια πόλη με χαμηλή εγκληματικότητα. 

Μετά από αρκετά βασανιστικά χτυπήματα, το τηλέφωνο απαντά η μικρή:

      -          Ναι;
      -          Αννούλα, είμαι ο μπαμπάς της Χαράς και του Ερμή… που είσαι παιδί μου, έχουμε ανησυχήσει γιατί σε περιμέναμε.
      -          Α!! Τελικά δε θα έρθω…
      -          Καλά παιδί μου, απλά την επόμενη φορά σε παρακαλώ πάρε μας να μας ενημερώσεις ότι δε πρόκειται να έρθεις… καληνύχτα!
      -          Καληνύχτα…

Τι να πω στο παιδί; Τι να δικαιολογήσω για το ότι όντως είναι καλό που μόλις έρθει στο σπίτι μας παίρνει τη μητέρα του ότι έφτασε, όμως ενημέρωσε και εμάς όταν ακυρωθεί το σχέδιο…
Γονείς είμαστε και ανησυχούμε. Όμως, σε ποιόν να τα πω αυτά; Στο οχτάχρονο παιδί;

-          Γιατί βιαζόμαστε να τα μεγαλώσουμε;
  -          Ε! και το δικό μας όμως κατά  ντά το άλλο άκρο. Πρέπει να αρχίσουμε να τους αναθέτουμε μικρές κοντινές «αποστολές»… Να φέρουν ψωμί από το φούρνο απέναντι, όπως προχθές που πήγαν με το Δημήτρη.
  -          Κοιτούσα εγώ από τη βεράντα… και ο Δημήτρης είναι δέκα χρονών… Όμως, συμφωνώ σιγά-σιγά πρέπει να τα εμπιστευόμαστε.

Θυμάμαι ένα σκηνικό που εκτυλίχθηκε όταν πρωτοπήγαμε στο σχολείο μας. 
Τα παιδιά ήταν τότε περίπου εξήμισι χρονών. Οι μέρες ήταν ακόμα καλοκαιρινές, όταν κάποια Κυριακή βγήκαμε με τα ποδήλατά τους για βόλτα στη πλατεία δίπλα στο σπίτι μας, στο κέντρο της Παλιάς Πόλης. 
Ο Ερμής εδώ και μήνες κατάφερνε να κουμαντάρει το ποδήλατό του χωρίς να χρειάζεται τις βοηθητικές πλαϊνές ρόδες.
 Η Χαρούλα τότε είχε αρχίσει να παλεύει τις πρώτες απόπειρες ποδηλατικής ισορροπίας. 
Εγώ με τη μικρή μου είχαμε ξεμείνει λίγο πιο πίσω, καθώς τη βοηθούσα να φέρει βόλτα το ποδήλατο το οποίο είχε πλέον δύο αντί για τέσσερις ρόδες. 
Τα οχτάρια έμοιαζε να είναι μονόδρομος για τη μικρή μου, οπότε ο Ερμής πρόλαβε και έστριψε στη μεγάλη πύλη που οδηγεί στη πλατεία Μικρασιατών. Έτσι,  πέρασαν μερικά λεπτά μέχρι να φτάσουμε και εμείς, κατά τα οποία δεν είχα οπτική επαφή μαζί του. 
Μόλις λοιπόν στρίψαμε εγώ με τη Χαρούλα και τη μαμά μας, ο μικρός μου βρισκόταν στο κέντρο μιας μικρής συμμορίας. 
Πέντε-έξι πιτσιρικάδες, ανάμεσά τους και ο γνωστός και μη εξαιρετέος Γιώργος Μαντολίνης που τότε πρωτο-έμπαινε στη ζωή μας, καθώς και κάτι μαγκάκια 2-3 χρόνια μεγαλύτερα από τα δικά μου, που τα ξέρω από το ιατρείο μου. 
Ένα από αυτά τα τελευταία παίρνει το ποδήλατο από το χέρι του γιού μου, το καβαλά και φεύγει. Έριχνε τουλάχιστον δύο κεφάλια στον μικρό μου, που φάνταζε σπόρος μπροστά στο θηριώδες μαγκάκι! 
Επιτάχυνα το βήμα μου, προσπαθώντας ταυτόχρονα να πνίξω μέσα μου το αρσενικό που άρχιζε να γιγαντώνεται στη σκέψη του ότι κάποιος πείραξε το παιδί του. Πλησιάζοντας παρακολουθώ το τυπάκι που είχε καβαλήσει το ποδήλατο να κάνει ένα σύντομο κύκλο και να επιστρέφει στη παρέα λέγοντας

-          Όντως ρε ‘συ Ερμή, πολύ καλό το ποδήλατό σου!

Όχι μόνο δεν είχε πάρει με τη βία το ποδήλατο του γιού μου, αλλά τον γνώριζε και μάλιστα τον …σεβόταν! Ο μικρός μου ήταν μέλος ή έστω γνώριζε αυτή την μικρή γλυκιά συμμορία.
 Δε με χρειαζόταν για να σταθεί ανάμεσά τους, οπότε με το πιο φυσικό τρόπο άλλαξα ρότα, έστρεψα τη προσοχή μου στη Χαρούλα μου και τον άφησα να απολαύσει τη παρέα του και να κάνει φιγούρα με το ποδηλατάκι του και τις δυνατότητές του. 
Εκείνη τη μέρα η μικρή έμαθε να κάνει ποδήλατο χωρίς βοηθητικές. Κάπου εκεί χρονικά, κατάλαβα ότι τα παιδιά μου είχαν κάνει ακόμα ένα βήμα. Είχαν φίλους που είχαν γνωρίσει στο σχολείο ή στην πλατεία. Παιδιά τα οποία δε γνώριζα και που θα γίνονταν οι συμπρωταγωνιστές στις περιπέτειες που θα μου εξιστορούσαν αργότερα οι δικοί μου πρωταγωνιστές.
Χαμογελώ καθώς θυμάμαι το περασμένο καλοκαίρι, λίγους μήνες πριν, όταν ο Ερμούκος, σε μια από τις υπέροχες «μεγαλήστικες» στιχομυθίες μας, με είχε ρωτήσει όπως καθόταν στο πίσω μέρος του αυτοκινήτου:

-          Μπαμπά! Πως θα είναι όταν μεγαλώσουμε; Ποιος θα είναι εκεί για να μας προσέχει; Να μας συμβουλεύει; Να μας …μαλώνει;

   Ο τόνος στη φωνή του είχε μια χροιά αγωνίας, λες και πραγματικά δε μπορούσε να διανοηθεί ένα μέλλον μακριά μας.

-          Αγαπημένε μου, εγώ και η μαμά θα είμαστε πάντα εκεί όποτε μας χρειαστείτε! Όμως, ο δικός μας ο ρόλος είναι να σας βοηθήσουμε να μεγαλώσετε ώστε να μη μας χρειάζεστε… 
Πως αρχίσατε ήδη να πηγαίνετε μόνοι σας το πρωί στο σχολείο, έτσι σιγά-σιγά θα αρχίσετε να κάνετε και άλλα πράγματα μόνοι σας. Πάντα θα είμαστε εκεί για εσάς και μακάρι από τη μια εσείς να θέλετε να σας συμβουλεύουμε ή να σας βοηθάμε και από την άλλη να μπορούμε και εμείς!
Αν θέλετε πάντως να δείτε ένα τυπικό δείγμα χαζομπαμπά, με ένα χαμόγελο να στολίζει το πρόσωπό του, ελάτε στο σπιτικό μας, εκεί γύρω στις οχτώ το πρωί καθημερινές, ημέρες σχολείου.    Κατεβαίνω με τα δίδυμά μου, κλείνουμε μάτια-μύτη-στόμα και σκεπάζουμε με ένα σύννεφο ψειρο-απωθητικού τα μαλλιά μας, φιλιόμαστε και ξεκινούν για το σχολείο. 
Εγώ κάθομαι στο κεφαλόσκαλο χαζεύοντας τις πλατούλες τους καθώς σέρνουν τις τσάντες και απομακρύνονται. Περιμένω μέχρι να στρίψουν στο στενό, από όπου η πόρτα του σχολείου απέχει μερικά μόλις μέτρα. Δεν είναι λίγες οι φορές που ένα από τα δύο ή και τα δύο γυρίζουν και μου κουνάνε το χέρι ή μου στέλνουν εναέριο φιλάκι που απογειώνεται από τις μικρές τους παλάμες για να προσγειωθεί θεατρικά στο μάγουλό μου. 
Στα εφηβικά μου χρόνια, χάζευα τη πλάτη της κοπέλας με την οποία τα «είχαμε» (ή θα ήθελα να τα «φτιάξουμε») και έβαζα στοίχημα με τον εαυτό μου: «αν με αγαπά θα γυρίσει να μου ρίξει μια τελευταία ματιά»… 
Τώρα πια, το πρώτο το θεωρώ δεδομένο για τα μικρά μου και απλώς προσδοκώ το δεύτερο. Τα παιχνίδια που παίζει το μυαλό μου εστιάζουν πλέον στο να προσπαθήσω να μαντέψω τι σκέφτονται περπατώντας δίπλα-δίπλα. 
Να θυμηθώ ίσως τι σκεφτόμουν και εγώ όταν πήγαινα στο δημοτικό. Ομολογώ, πως σπάνια το κατορθώνω και έτσι αρκούμαι στο να ρουφώ τζούρες από το πρωινό κρύο αέρα του Ρεθύμνου και να ντύνω με αρώματα τις όμορφες σκηνές με τα μικρά μου να βαδίζουν κάτω από τις βουκαμβίλιες. Κάποιες φορές φωνάζουν «γεια σου μπαμπά!» για να τους απαντήσω από τη καρδιά μου «γεια σας ομορφιές μου». Είναι σαν να ατενίζω το μέλλον, βλέποντας αυτές τις υπέροχες φιγούρες να μεγαλώνουν ηλικιακά ενώ μικραίνουν καθώς απομακρύνονται. 

Κάθε μέρα είναι λίγο πιο ψηλά και καλοσχηματισμένα. Κάθε μέρα είναι πιο μεγάλα και αυτονομημένα. Κάθε μέρα μοιάζουν να απομακρύνονται όλο και περισσότερο, και ας είναι η ίδια διαδρομή.



Να είστε όλοι καλά και τα παιδιά μας καλύτερα!