Τετάρτη 1 Απριλίου 2015

Τι κάνουμε αν ένα παιδί εξαφανιστεί μέσα στο πλήθος!

Όλα μοιάζουν να τρέχουν φέτος… Χριστούγεννα, τόσο κοντά στις απόκριες και σε λίγες μέρες έρχεται το Πάσχα! Τα παιδιά μου, έκαναν ήδη το πρώτο τους μπάνιο στη θάλασσα. Όμως, ο ήλιος εναλλάσσεται με τη βροχή. Ο χειμώνας είναι αλήθεια ότι είχε τα κρύα του. Το τζάκι, μας συντρόφευσε και μας συντροφεύει ακόμα, μια που και η άνοιξη είναι αντάξια της φήμης της. Ζεστές μέρες μέχρι χθες, και σήμερα που σχεδιάζαμε εκδρομή βρέχει και κάνει κρύο.
«Μάρτης   γδάρτης και κακός παλουκοκάφτης» σκέφτομαι, ακούγοντας το τσιτσίρισμα της φωτιάς να ανταγωνίζεται το κροτάλισμα της βροχής στα τζάμια. Ζέστη και κρύο λοιπόν για σήμερα. Ιστοριούλες από τις περσινές απόκριες και από το περσινό καλοκαίρι! Και στις δύο, πρωταγωνιστές παρορμητικά πιτσιρίκια, που κατατρόμαξαν τους δικούς τους.
Καρναβάλι για αρχή. Κοσμοσυρροή στην Παλιά Πόλη του Ρεθύμνου. Λογής-λογής στολές, μουσική και χρώματα. Η χαρά των παιδιών, που μαγεύονται απολαμβάνοντας τους ήρωες του φανταστικού τους κόσμου να ζωντανεύουν. Η Χιονάτη χέρι-χέρι με τον Spiderman και η μάγισσα μαζί με τη στρουμφίτα ή κάποια από τις πριγκίπισσες. Χαζεύουν τα μικρά μας, χαζεύουν και …χάνονται. Η μικρούλα πρέπει να ήταν κοντά στα πέντε και βολόδερνε ακυβέρνητη στη λαοθάλασσα των καρναβαλιστών. Την εντόπισε φίλος και ανίχνευσε αμέσως τον τρόμο στο πρόσωπό της. Μέσα στη βουή του κεφιού διάκρινε τα χειλάκια της να αρθρώνουν με απελπισία τη λέξη «Μαμαααά!...», ενώ δάκρυα κυλούσαν στα μαγουλάκια της. Ένα κοριτσάκι ντυμένο «απελπισία». Πατέρας ο ίδιος, μιας μπουμπούς ενός έτους, έσπευσε να ηρεμήσει τη μικρή.
-          Τι έπαθες καλή μου; Έχασες τη μαμά σου;
Μέσα από ακατάπαυτους λυγμούς η μικρή κατόρθωσε να ψελλίσει ένα ξέπνοο «ναι!», το οποίο περισσότερο μάντεψε, παρά άκουσε ο φίλος μου. Την σήκωσε στην αγκαλιά του και προσπάθησε να βρει ανάμεσα στο πλήθος κάποια που να θύμιζε «μαμά μόνη ψάχνει». Η προσπάθεια του, έμοιαζε ανούσια. Οι μάσκες κάλυπταν τις εκφράσεις, και τα άγνωστα πρόσωπα έμοιαζαν θαρρείς ταυτόχρονα χαρούμενα και φοβισμένα. Τα «μπαμ» από τα καψούλια ενάλλασσαν το τρόμο με τα κακαριστά γέλια. Μουσική και θόρυβος παντού. Παρόλο το αξιοσημείωτο ύψος του και τους έξτρα πόντους που του έδωσε η ανύψωσή του στις μύτες των ποδιών του, δε κατάφερνε μέσα στο χαμό να διακρίνει κάποια γυναίκα που να ταίριαζε στο προφίλ! Τόσα πρόσωπα και μάσκες…
 Αν σήκωνε την μικρή ψηλότερα; Ίσως έτσι εκείνη να κατόρθωνε να δει τη μαμά της, ή ακόμα καλύτερα η μαμά, να καταφέρει να εντοπίσει την κόρη της. Της ψιθύρισε στο αυτί καθησυχαστικά: «έλα να σε σηκώσω για να βρεις τη μαμά σου». Έπιασε τη μικρή από τις μασχάλες και την σήκωσε όσο πιο ψηλά μπορούσε. Άρχισε να περιστρέφει το σώμα του γύρω από τον άξονά του, αργά-αργά. Θύμιζαν κάτι μεταξύ περισκόπιου και φάρου. Η ιδέα του είχε αποτέλεσμα! Δεν πέρασαν περισσότερα από μερικά δευτερόλεπτα και μια ξέπνοη γυναίκα σχεδόν κατέρρευσε στα πόδια του.
«Το μωρό μου!!, το μωρό μου…»
Ο φίλος μου παρέδωσε το πολύτιμο φορτίο του και πάλευε τώρα να ηρεμήσει την μητέρα. Άσθμαινε, ψελλίζοντας το όνομα της κόρης της, με το μίγμα  της αδρεναλίνης που συσσώρευσε  το άγχος αλλά και της ανακούφισης από το αίσιο τέλος, να τη ζαλίζουν. Σχεδόν λιποθύμησε στα χέρια του ευεργέτη της.
-          Ηρεμήστε! Εντάξει, όλα καλά, μη σας βλέπει έτσι η μικρή… τρομάζει περισσότερο!
Τα λόγια του σα ράπισμα την αφύπνισαν. Ειδικά όταν την ξανάβαλε στη θέση της, αυτή δηλαδή της προστάτιδας της μικρής. Λες και τη βοήθησε να βγάλει τη στολή της απόγνωσης για να ντυθεί και πάλι αυτή του κηδεμόνα. Τον ευχαρίστησε πολύ και χάθηκε στο πλήθος, αφήνοντάς του μια δυνατή εμπειρία, την οποία μοιράστηκε μαζί μου και εγώ με εσάς.
Η δεύτερη εξιστόρηση θα είναι στο πρώτο πρόσωπο, μια που την έζησα από πολύ κοντά. Ήταν μια ζεστή μέρα του περσινού καλοκαιριού. Η οικογένεια μου και εγώ, απολαμβάναμε τη φιλοξενία της Μαρίνας και του Γιάννη στο εξοχικό τους, σε παραθαλάσσιο θέρετρο κοντά στην Αθήνα. Τα δίδυμα μου, ήδη οχτώ χρονών και κάτι «ψιλά», είχαν παρέα τους τη συνονόματη και μερικούς μήνες μικρότερη Χαρούλα, το Μάριο και αυτόν εκεί στα επτά του χρόνια και, τέλος, τον Βενιαμίν της παρέας, το Γιωργάκη, ένα μαγκάκι γύρω στα τέσσερα. Η Μαρίνα, εκείνο το πρωί ήταν πολύ καταβεβλημένη, ψυχολογικά και σωματικά, οπότε αποφασίσαμε με την καλή μου, να συνοδεύσουμε εμείς την πιτσιρικαρία στην παραλία. Ο Γιάννης ήταν στην δουλειά του, μια που το πρωί εργαζόταν και από το μεσημέρι και μετά, μοιραζόταν μαζί μας το “mood” των διακοπών. Η θάλασσα από το σπίτι ήταν σε πολύ κοντινή απόσταση, περίπου στα τριακόσια μέτρα. Κουβαλούσαμε λοιπόν τα συμπράγκαλα του μπάνιου, ομπρέλα, πετσέτες, τσαντούλα-ψυγειάκι με σνακ, μικρή φουσκωτή βάρκα, μπάλα παιχνίδια και άλλα συναφή, μοιρασμένα ανάλογα με τις δυνατότητες και τις επιλογές. Όποιος ήθελε κάτι στην παραλία, βλέπε φουσκωτή βαρκούλα ή μπάλα, ήταν επιφορτισμένος με τα «μεταφορικά» καθήκοντα. Εξαίρεση, λόγω μεγέθους, αποτελούσε ο Γιωργάκης, αν και κάτι ελαφρύ το κουβαλούσε και αυτός πάντα.
Φτάσαμε στην παραλία, έναν μικρό ορμίσκο με χοντρή άμμο, γύρω στα εκατόν πενήντα με διακόσια μέτρα μήκος. Οι συνήθεις λουόμενοι ήταν εκεί. Οι λίγο πιο ηλικιωμένες κυρίες, είχαν ήδη κάνει το μπάνιο τους και φεύγανε, καθώς δέκα το πρωί καταφθάναμε οι «οικογενειάρχες» με τα μικρά μας. Παστωθήκαμε με αντηλιακά ενώ εγώ έστηνα την ομπρέλα μας και αφού έπαιξαν λίγο έξω από το νερό, σύντομα καταλήξαμε να παίζουμε μέσα στη θάλασσα. Ο Γιωργάκης ήταν ευτυχισμένος με τα μπρατσάκια του μέσα στη φουσκωτή βαρκούλα, ενώ εγώ με τα μεγαλύτερα παιδιά έπαιζα «κορόιδο» με τη μπάλα. Ευκαιρία να ξεκουνήσω και εγώ λιγάκι.
Ο μικρός, σύντομα βαρέθηκε και αποχώρησε για να παίξει στην παραλία, συνοδεία της καλής μου. Μετά από περίπου μισή ώρα, ακολουθήσαμε και εμείς. Η άσκηση τα είχε πεινάσει και έτσι πλακώσανε τα φρούτα και τα σάντουιτς. Θυμάμαι χαρακτηριστικά, ο Γιωργάκης κρατούσε με το ένα χέρι το σάντουιτς και με το άλλο μια τσουγκράνα και στεκόταν στην ακροθαλασσιά, όταν τον πλησίασα και του διόρθωσα το πιάσιμο του σάντουιτς που είχε ανοίξει και έχασκε σαν χαλασμένη γαλότσα του Σαρλό. «Θα σου πέσει φίλε και θα στο φάνε τα ψαράκια..» του λέω, για να τον δω να στρέφει τη προσοχή του στο φαγητό του και να αναλαμβάνει δράση για την εξαφάνισή του.
-          Με πονάει η κοιλιά μου, διαμαρτυρήθηκε η μικρή Χαρά.
Η γυναίκα μου την ξάπλωσε μπροστά στα πόδια της και προσποιήθηκε ότι την εξετάζει και στη συνέχεια ότι ετοιμάζεται να τη χειρουργήσει. Με επιδεξιότητα, ψηλάφησε τη κοιλιά της, περισσότερο γαργαλώντας την παρά εξετάζοντάς την. Όμως, η εκτίμηση ήταν το ίδιο αποτελεσματική. Δεν άργησε το γέλιο να ξανάρθει στα χείλη της Χαρούλας αλλά και στην υπόλοιπη παρέα που είχε μαζευτεί πάνω από το υποτιθέμενο χειρουργικό τραπέζι! Όλη η παρέα εκτός από έναν!
-          Που είναι ο Γιωργάκης, λέω καθώς ψάχνω με το βλέμμα μου να βρω τον μικρό.
-          Μη με τρομάζεις, σχεδόν μου φωνάζει η μαμά μας.
-          Τι μη σε τρομάζω, που είναι ο Γιωργάκης; επιμένω καθώς σηκώνομαι και βγαίνω από τη σκιά της ομπρέλας, εστιάζοντας την προσοχή μου προς τη θάλασσα. Σκέφτηκα πως ο άμεσος κίνδυνος που πρέπει να αποκλείσουμε είναι το να βρίσκεται μόνος του στο νερό.
-          Το παιδί! Που είναι το παιδί; Ακούω την γυναίκα μου σε μια κατάσταση σχεδόν πανικού, εικόνα που ομολογώ σπάνια αντικρίζω από εκείνη.
-          Λες να πήγε προς το σπίτι; Λες να βγήκε στο δρόμο; Με ρωτά σαν χαμένη!
-          Πήγαινε εσύ στο σπίτι να δεις μήπως… και εγώ θα ψάξω εδώ
Βλέπω τη γυναίκα μου να τρέχει προς το σπίτι και τα παιδιά να καλούν το Γιωργάκη, συμμεριζόμενα θαρρείς τον φόβο μας. Εγώ προσπαθούσα να συγκροτήσω τις σκέψεις μου και να αντιδράσω όσο πιο ψύχραιμα μπορούσα. Έψαχνα με τα μάτια μου τη θάλασσα αλλά είχα και το νου μου στα υπόλοιπα τέσσερα παιδιά. Στη διπλανή ομπρέλα καθόταν ένα νεαρό ζευγάρι με το μωρό τους. Αντιλήφθηκαν ότι κάτι δεν πήγαινε καλά οπότε τους προσέγγισα και τους ρώτησα αν είχαν δει έναν πιτσιρικά με μπρατσάκια;
-          Το Γιωργάκη ψάχνετε; Με ρωτούν μια που όπως αποδείχθηκε τον γνώριζαν.
-          Ναι! Τους απαντώ και τους παρακαλώ να έχουν λίγο το νου τους στα παιδιά για να μπορέσω να ψάξω στην υπόλοιπη παραλία.
Στρέφοντας την προσοχή μου στα παιδιά, λέω με σοβαρότητα εστιάζοντας στα δικά μου: «καθίστε εδώ και οι τέσσερεις με τον κύριο και την κυρία και μην κουνήσετε!» Χρησιμοποίησα όσο πιο ελεγμένη αυστηρότητα που δεν αφήνει περιθώρια για συζήτηση, προσπαθώντας ταυτόχρονα να μην τα πανικοβάλω. «Εντάξει;» τα ρωτώ για να λάβω ένα συγκαταβατικό νεύμα. Ο μπαμπάς της διπλανής ομπρέλας είχε ήδη σηκωθεί και απασχολούσε τα παιδιά καθώς εγώ ξεκινούσα την εξερεύνηση για τον εξαφανισμένο Γιωργάκη.
Η ομπρέλα μας ήταν στημένη στην μια άκρη της παραλίας και αυτό μου έδινε το περιθώριο, αφού είχα διπλο και τριπλοτσεκάρει τη θάλασσα, να ξεκινήσω την αναζήτηση μου προς την άλλη πλευρά της παραλίας. Σαν ένας τελάλης της αγωνίας, φώναζα «ΓΙΩΡΓΟ! ΓΙΩΡΓΑΚΗ!!» και ξεσήκωνα τους πάντες ρωτώντας αν είχαν δει ένα μικρό αγοράκι με μπρατσάκια. Προχωρούσα παράλληλα στην άκρη της θάλασσας, για να έχω και προς τα εκεί το νου μου, και προσπαθούσα να καταστείλω στιγμιαία παιχνίδια του μυαλού μου, που ζωντάνευαν τρομαχτικές εικόνες από το τι θα μπορούσε να ακολουθήσει.  Επιστράτευα όση ψυχραιμία μπορούσα και σκεφτόμουν ότι αν είχε ξεμακρύνει μόνος του, κάποιος από όλους όσους κινητοποιούσα με τις φωνές μου θα τον εντόπιζε. Από την άλλη, αν κάποιος τον είχε αρπάξει παρά τη θέλησή του, είχαμε περισσότερες πιθανότητες να τον αφήσει, αν μια ολόκληρη παραλία είχε κινητοποιηθεί! Πράγματι, σύντομα παρέσυρα και άλλους στο να φωνάζουν μαζί μου και να αναζητούν ένα «μικρό αγοράκι με μπρατσάκια»…
Είχα διανύσει ήδη όλη την παραλία και επέστρεφα άπραγος, όταν διέκρινα αλαφιασμένη τη γυναίκα μου και από πίσω της τη Μαρίνα,  να μου φωνάζουν:
-          Τον βρήκες;;;…
Το νεύμα άρνησης από μέρους μου φούντωσε ακόμα περισσότερο το φόβο στην όψη τους. Τα άλλα μικρά ήταν εκεί, και σαν μινιατούρες μας, αναζητούσαν και αυτά το Γιωργάκη χωρίς όμως να απομακρύνονται από την ομπρέλα μας. Ένα πούλμαν συγκέντρωνε ηλικιωμένους για να επιστρέψουν μετά το μπάνιο τους και έτρεξα προς τα εκεί…
-          Μήπως είδατε ένα μικρό αγόρι με μπρατσάκια; φωνάζω στον οδηγό για να λάβω ακόμα μια άρνηση, καθώς κάποιος ανέλαβε να μεταφέρει το ερώτημα και το μαντάτο στο υπόλοιπο πούλμαν….      
Άλλαξα ρότα και κατευθύνθηκα προς ένα παρακείμενο περίπτερο για να ρωτήσω. Δεν
πρόλαβα να ολοκληρώσω τη φράση μου και άκουσα πίσω μου τον οδηγό του πούλμαν ή κάποιον από τους υπόλοιπους άγνωστους ευκαιριακούς συμμάχους που είχα αποκτήσει να μου φωνάζει: «Τον βρήκανε, τον βρήκανε!!!»
Τους ευχαρίστησα! Τους ευχαρίστησα όλους και έτρεξα, πολλά κιλά ελαφρύτερος, προς την ομπρέλα μας. Ο Γιωργάκης ήταν εκεί, μέσα στην τρελή χαρά, σαν να μην έγινε τίποτα… Είχε βρει λέει μια φίλη του από τον παιδικό σταθμό και απλά αποφάσισε να πάει να παίξει λίγο και μαζί της. Έκατσαν κάτω τα μικρά, καμιά δεκαριά μέτρα από εκεί που καθόμασταν και προς το δρόμο, όχι προς τη θάλασσα που είχα επιλέξει να τρέξω εγώ… Άντε να ξεχωρίσεις ένα καθιστό παιδί που παίζει, ανάμεσα στα τόσα άλλα. Τον εντόπισε η μάνα του, η Μαρίνα, που ερχόταν από τη μεριά του δρόμου και κάτι το ένστικτό της, κάτι ο ίδιος που σηκώθηκε να πάει σε εκείνη, αποκαλύφθηκε. Τα υπόλοιπα παιδιά αρχίσανε να παίζουνε με τον μικρό, κάνοντάς του «μαθήματα» για το πώς δεν πρέπει να φεύγει μόνος του. Η Μαρίνα λίγο πιο εκεί ξεσπούσε τα δάκρυα και την έντασή της βουλιάζοντας τα πόδια της στην βρεγμένη από τη θάλασσα άμμο…
-          Συγνώμη βρε Μαρινάκι… είπαμε να σε ξεκουράσουμε και καταφέραμε να σε τσακίσουμε! της λέγαμε απολογητικά για να την ακούσουμε να μας καθησυχάζει!
-          Εντάξει, εντάξει! Αφού είναι καλά δεν πειράζει… ξεσπάω παιδιά, εγώ συγνώμη, είναι απλώς η ένταση… αφήστε, θα ξεσπάσω λίγο και θα ηρεμήσω!
Σε λίγο σηκώθηκε και πήγε να πάρει αγκαλιά τον μικρό της. Μαζέψαμε τα πράγματα και επιστρέψαμε άρον-άρον στο σπίτι. Εκεί, είπαμε αρκετές φορές την ιστορία, και πως για λίγα λεπτά, τι λεπτά, δευτερόλεπτα, ξέφυγε από την προσοχή μας και …εξαφανίστηκε! Είπαμε διάφορα σοφά του τύπου «δε θέλει πολύ να γίνει το κακό», «κοίτα πως σε μια στιγμή μπορεί να σου ανατραπεί όλη σου η ζωή» και άλλα τέτοια. Η Μαρίνα έδειξε για ακόμη μια φορά αξιοθαύμαστο μεγαλείο ψυχής. Αντί να μας τα «χώσει», προσπαθούσε να μειώσει τις τύψεις που νιώθαμε. «Έλα βρε παιδιά! Θα μπορούσε να συμβεί ακόμα και εγώ να ήμουν εκεί..» επαναλάμβανε και μας ανακούφιζε.  
Εγώ υποσχέθηκα στον εαυτό μου να σας καταθέσω την ιστορία και κατάφερα να σας την περιγράψω πολλούς μήνες μετά. Βιώσαμε μια περιπέτεια που θα μπορούσε να συμβεί στον οποιοδήποτε και οπουδήποτε: στο εμπορικό κέντρο, στη λαϊκή αγορά, στο καρναβάλι, στην παιδική χαρά, όπου υπάρχει πολύς κόσμος και παιδιά. Φωνάξτε, με όλη σας τη δύναμη, βάλτε όλο τον κόσμο να ψάχνει μαζί σας, προσεγγίστε αστυνομικούς ή φύλακες, κλείστε πόρτες, ελέγξτε πρώτα τα επικίνδυνα σημεία όπως δρόμους, θάλασσες, γκρεμούς και να έχετε πάντα τα μάτια σας δεκατέσσερα. Ο κίνδυνος ελλοχεύει παντού…       

Να είστε όλοι καλά και τα παιδιά μας καλύτερα!